- αγοητευτως
- ἀγοητεύτωςἀ-γοητεύτωςбез обмана, без надувательства Cic.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀγοητεύτως — ἀγοήτευτος not to be bewitched adverbial ἀγοήτευτος not to be bewitched masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγοήτευτος — η, ο (AM ἀγοήτευτος, ον) [γοητεύω] αυτός που δεν γοητεύτηκε ή δεν μπορεί να γοητευτεί από κάτι, άθελκτος, αδελέαστος αρχ. (το επίρρ.) ἀγοητεύτως άδολα, ειλικρινά … Dictionary of Greek